- ασταφίδωτος
- η , ο [ος , ον ] 1) см. ασταφίδιαστος;2) приготовленный без изюма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασταφίδωτος — η, ο 1. ο ασταφίδιαστος 2. αυτός που δεν περιέχει σταφίδες 3. (για κρασί) εκείνο που δεν έχει αναμιχθεί με κρασί από σταφιδιασμένα τσαμπιά … Dictionary of Greek